- ακαταχώνιαστος
- -η, -ο [καταχωνιάζω]αυτός που δεν έχει καταχωνιαστεί, δεν έχει χωθεί σε βαθύ ή απόκρυφο μέρος2. που δεν τόν έφαγε το σκοτάδι, δεν εξοντώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταχώνιαστος — η, ο αυτός που δεν καταχωνιάστηκε, δεν αποκρύφτηκε: Ήταν περίεργος άνθρωπος· δεν άφηνε ακαταχώνιαστο πράγμα που να χε κάποια αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)